- φαλλήν
- -ῆνος, ὁ, Απροσωνυμία τού Διονύσου («ἡ δὲ [Πυθία] αὐτοὺς σέβεσθαι Διόνυσον Φαλλήνα ἐκέλευσεν», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + επίθημα -ήν, -ῆνος (πρβλ. πευθ-ήν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φαλλήν — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλλῆνα — Φαλλήν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλλῆνος — Φαλλήν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dioniso — Para el nombre teofórico (‘sirviente de Dioniso’) que a veces se aplica erróneamente a este dios, véase Dionisio … Wikipedia Español
φαλληνός — όν, Α αυτός που έχει σχήμα φαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φαλλήν, ῆνος ως επίθ. με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… … Dictionary of Greek